καταχλοάζω

καταχλοάζω
καταχλοάζω (Μ)
1. πρασινίζω, θάλλω
2. παθ. καταχλοάζομαι
καλύπτομαι από πράσινη χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χλοάζω «πρασινίζω» (< χλόη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”